- προσερείδω
- ΝΜΑακουμπώ, στηρίζω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («προσήρεισαν τὰς κλίμακας ἀσφαλῶς» Πλούτ.)μσν.-αρχ.1. σπρώχνω με ορμή κάτι, μπήγω κάτι («τὰς λόγχας προσερείσαντες ἐξεκέντησαν», Πολ.)2. στερεώνομαι, εφαρμόζομαι στερεά («πρὸ τοῡ γε τὴν ἐπιδορατίδα πρός τι προσερεῑσαι», Πολ.)3. αποκλείω, πολιορκώ («παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς αὐτὸν Ἀκράγαντα προσήρεισαν», Πολ.)4. μτφ. προσηλώνω («τὸ βλέμμα τῇ γῇ προσερείσασα», Ηλιόδ.)5. μτφ. εκτείνομαι, έχω ως όρια («ὠκεανῷ προσερεῑσαι Μακεδονίαν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐρείδω «στηρίζω, προσαρμόζω»].
Dictionary of Greek. 2013.